- ἐπιβαίνει
- ἐπιβαίνωgo uponpres ind mp 2nd sgἐπιβαίνωgo uponpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλογοφουρτούνα — η 1. βίαιη και σφοδρή κίνηση τού αλόγου επάνω στο οποίο επιβαίνει κανείς 2. σφοδρή τρικυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + φουρτούνα] … Dictionary of Greek
βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 … Dictionary of Greek
επιβαίνω — ἐπιβαίνω (Α) [βαίνω] 1. επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο 2. βατεύω, οχεύω μσν. νεοελλ. ανέρχομαι αντικανονικά σε επισκοπικό θρόνο ή εκτελώ επισκοπικά έργα έξω από τα όρια τής επισκοπής μου αρχ. μσν. 1. πατώ πάνω σε κάτι («μηδέποτε ἐπιβήσονται… … Dictionary of Greek
επιθωράκιος — α, ο (AM ἐπιθωράκιος, ον) νεοελλ. ναυτ. 1. αυτός που βρίσκεται πάνω στο θωράκιο 2. φρ. «επιθωράκιος φανός» φανός που ανάβουν στο θωράκιο τής ακάτου όταν επιβαίνει στο σκάφος ανώτερος αξιωματικός, κν. φανάρι τής κόφας μσν. αρχ. αυτός που φοριέται… … Dictionary of Greek
εφιππαστήρ — ἐφιππαστήρ, ὁ (Α) αναβάτης, αυτός που επιβαίνει σε υποζύγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱππαστήρ] … Dictionary of Greek
καμηλίτης — καμηλίτης, ὁ (Α) 1. αυτός που οδηγεί καμήλες, καμηλιέρης («δακὼν τὸν καμηλίτην ἀπέκτεινε», Αριστοτ.) 2. αυτός που καβαλικεύει καμήλα, που επιβαίνει σε καμήλα 3. καμηλέμπορος 4. φρ. (κατά το λεξ. Σούδα) «καμηλίτης βοῡς» άγριο βόδι, βόαγρος.… … Dictionary of Greek
κηρυκευτικός — ή, ό [κηρυκεύω] 1. αυτός που αναφέρεται στον κήρυκα 2. το ουδ. ως ουσ. το κηρυκευτικό α) σήμα εχθρικού πλοίου στο οποίο επιβαίνει ανώτερος αξιωματικός για έναρξη διαπραγματεύσεων με τον αντίπαλο β) το πλοίο που φέρει αυτό το σήμα … Dictionary of Greek
μοιραρχίς — η πολεμικό πλοίο στο οποίο επιβαίνει ο διοικητής τής μοίρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοίραρχος + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. ναυαρχ ίς). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν] … Dictionary of Greek
μοιραρχικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μοιραρχία ή στον μοίραρχο 2. το ουδ. ως ουσ. το μοιραρχικό ναυτ. το σήμα τού αρχηγού τής μοίρας που υψώνεται στο επιστήλιο τού πρωραίου συνήθως ιστού τού πολεμικού πλοίου στο οποίο επιβαίνει μοίραρχος.… … Dictionary of Greek
ναυαρχίδα — η (Α ναυαρχίς) πολεμικό πλοίο, συνήθως ένα από τα ισχυρότερα πολεμικής ναυτικής μοίρας, στο οποίο επιβαίνει ο ναύαρχος ή, γενικότερα, ο αρχηγός τού στόλου («τη ματωμένη επλεύρωνες, Κανάρη, ναυαρχίδα», Βαλαωρ.) νεοελλ. φρ. «κυβερνήτης ναυαρχίδας»… … Dictionary of Greek